Παρά τον ήπιο τόνο της φωνής της ήταν καιρός που είχε αντιληφθεί τον κρυφό και καταπιεσμένο της θυμό, ένα θυμό που δεν ήταν έκδηλος, που της κρυβόταν, μα που κυριαρχούσε πάνω της με αδιαφανείς τρόπους. Φαινόταν στον τρόπο που έτρωγε, που περπατούσε και σε όλες τις περιπτώσεις που η ζωή την ξάφνιαζε.
Όπως πολλοί άνθρωποι, νόμιζε πως η μη εμφανής εκδήλωση σήμαινε και την ανυπαρξία του, μέχρι που τον αναγνώρισε. Έμεινε μαζί του, τον κατανόησε, έμαθε πολλά για κείνη κι έτσι σιγά σιγά έσβησε δίχως να τον καταπιέσει, δίχως να τον κουκουλώσει στα βάθη της ψυχής της από κοινωνική αβρότητα.
Κι αν κάποια ερεθίσματα μες τη μέρα τη θύμωναν, αυτός ο θυμός είχε πια μια άλλη ποιότητα, σαν να βρισκόταν όλος στη περιφέρεια. Ήταν σαν το σώμα ν’ απέκτησε για λίγα δευτερόλεπτα μια ζέστη, αλλά βαθιά μες τον πυρήνα όλα παρέμειναν δροσερά.
Σχολιάστε