Οι άνθρωποι που oνειρεύονται, οι εραστές και οι ποιητές είναι καλύτεροι στα περισσότερα πράγματα απο τους ανθρώπους της νόησης. Οι μεν είναι μοιραίο να αγαπήσουν με όλη τους τη δύναμη, να γνωρίζουν και να γεύονται ολόκληρη τη ζωή. Οι άνθρωποι του μυαλού μόλο που συχνά δίνουν την εντύπωση οτι καθοδηγούν, δεν μπορούν να ζήσουν απο τη χαρά των μεν και ολόκληρη την πραγματικότητα.
Η ζωή τους είναι ισχνή και άνυδρη, η πληρότητα του να ζει κανείς, ανήκει σε άλλους. Στους ονειροπόλους ανήκει ο χυμός του καρπού, ο κήπος των εραστών, οι απολαύσεις της ομορφιάς, πατρίδα τους είναι η γη, ενω για τους άλλους είναι η ιδέα της.
Κινδυνεύουν να βουλιάξουν στο κόσμο των αισθήσεων , σ’αντίθεση με όσους ασθμαίνουν βαριά σ’ένα χώρο δίχως αέρα.
Η σκέψη αγαπά τους ορισμούς και τις σαφείς μορφές και χρειάζεται να μπορεί να εμπιστεύεται τα σήματά της για να αποδίδει τα πράγματα: αγαπά το υπάρχον και όχι το πιθανόν να υπάρξει.
Κανείς στην πραγματικότητα δεν ξέρει το παραμικρό. Οι άνθρωποι ζούν, πηγαίνουν εδω κι εκεί πάνω στη γη, περιπλανιόνται μέσα στα δάση. Υπάρχουν τόσα πράγματα που φαίνονται να σε προκαλούν ή να σου υπόσχονται και να ταράζουν την επιθυμία σου: ενα νυχτερινό άστρο, ένα γαλάζιο ζουμπούλι, μια λίμνη μισοσκεπασμένη με πράσινα καλάμια, τα μάτια των ζώων και των ανθρώπων. Κι ήταν πάντα σάμπως να συνέβαινε κάτι, κάτι που ποτέ πριν δεν το είχες δει και το ποθούσες πάντα, σαν ένα πέπλο που αποτραβιέται απο το κόσμο. Κι η αίσθηση πάντα περνάει και δεν υπάρχει τίποτε. Το αίνιγμα μένει πάντα άλυτο, η κρυμένη μαγεία αφανέρωτη, έτσι που στο τέλος οι άνθρωποι γερνούν και φαίνονται αστείοι ή γίνονται σοφοί, μόλο που ίσως να εξακολουθούν πάντα να μην ξέρουν τίποτε, πάντα να περιμένουν τεντώνοντας τ’αυτιά τους.