Θυμός

Παρά τον ήπιο τόνο της φωνής της ήταν καιρός που είχε αντιληφθεί τον κρυφό και καταπιεσμένο της θυμό, ένα θυμό που δεν ήταν έκδηλος, που της κρυβόταν, μα που κυριαρχούσε πάνω της με αδιαφανείς τρόπους. Φαινόταν στον τρόπο που έτρωγε, που περπατούσε και σε όλες τις περιπτώσεις που η ζωή την ξάφνιαζε.

Όπως πολλοί άνθρωποι, νόμιζε πως η μη εμφανής εκδήλωση σήμαινε και την ανυπαρξία του, μέχρι που τον αναγνώρισε. Έμεινε μαζί του, τον κατανόησε, έμαθε πολλά για κείνη κι έτσι σιγά σιγά έσβησε δίχως να τον καταπιέσει, δίχως να τον κουκουλώσει στα βάθη της ψυχής της από κοινωνική αβρότητα.

Κι αν κάποια ερεθίσματα μες τη μέρα τη θύμωναν, αυτός ο θυμός είχε πια μια άλλη ποιότητα, σαν να βρισκόταν όλος στη περιφέρεια. Ήταν σαν το σώμα ν’ απέκτησε για λίγα δευτερόλεπτα μια ζέστη, αλλά βαθιά μες τον πυρήνα όλα παρέμειναν δροσερά.

Ογδοντάχρονα κορίτσια

–        Ήθελα να ΄ξερα τι κάνεις τα βράδια εκεί που πας. Θα έρθω καμιά μέρα να δω, είπε η Πέρσα γεμάτη περιέργεια.

–        Μμμ, εσύ στην εκκλησία!! Εκεί δεν μπορεί να σ’ την πέσει κανείς.

–        Μπορεί.

–        Το μυαλό σου και μια λίρα. Ποιος να σ’ την πέσει αμαρτωλή?

–        Ο πολυέλαιος, στο δόξα πατρί!

–        Δε μιλάω πια μαζί σου. Έχεις φύγει από το δρόμο του Θεού.

–        Ναι, μ’ αρέσει τι πεζοδρόμιο.

–        Έλα βρε θεία, σερβίρισε το τσάι! φώναξε απογοητευμένος ο ανιψιός.

–        Τώρα, παιδί μου.

–        Φέρε μου και το κουάκερ μου, συνεχίζει η Θεανώ.

–        Πως το τρως αυτό ρε θεία?

–        Κάνει καλό στη δυσκοιλιότητα παιδί μου, να το δοκιμάσεις. Οι φυτικές ίνες κάνουν καλό, το λέει και η τηλεόραση, και το μαύρο ψωμί.

–        Και το υπόθετο γλυκερίνης, πετάχτηκε η Πέρσα.

–        Κορόιδευε γαϊδούρα.

–         Δε μας χέζεις , ρε Θεανώ?

–        Μόλις τελειώσει το κουάκερ θα το κάνει, είπε ο αγανακτισμένος ανιψιός!

 

 

 

Τσακώνονται τα ογδονταχρονα κορίτσια !

Στο δωμάτιο επικρατούσε η απόλυτη αναρχία.

Ένα κορδόνι ανάμεσα στα δυο κρεβάτια χώριζε το δωμάτιο  με τη γραμμή του Αττίλα. Η Θεανώ λιβάνιζε το δωμάτιο που μοιραζόταν με τη Πέρσα και ταυτόχρονα έψελνε…

–        «Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν»

Η Πέρσα έκανε αντιπερισπασμό με Τερζή

– «Ήταν παλιόκαιρος τη μέρα που σε γνώρισα»

– Θεέ μου, συγχώρεσέ τη την αμαρτωλή, ψιθύριζε η Θεανώ

– «Συγνώμες κι άλλα θύματα θα πάρουνε τα κύματα, βουλιάζεις την ελπίδα που κρατάω…»

– «Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν, αμαρτωλοί και ταπεινοί και προσπέσωμεν …»

– Σκάσε ρε Θεανώ.

– Εσύ να σκάσεις, γριά γυναίκα. Τα κοκκινάδια και τα τραγούδια σε μάραναν.

– Τι πάθατε, ρε κορίτσια? Για όνομα του Θεού! Φώναξε έξαλλος ο ανιψιός, ενώ εκείνη προσπαθούσε να πνίξει τα γέλια της.

–        Δες, δες τι μου ΄χει κάνει! Κρέμασε τα καπέλα της από τη δική μου μεριά . Πάνω στα δικά μου καρφιά.

–        Και καλά κάνω! Ούρλιαξε η Πέρσα

–        Πάει ο άγιος Φανούριος, πάει κι ο άγιος Πατάπιος ! Μου τους έκρυψε με τα παρδαλά της καπέλα.

Πάνω στο κρεβάτι της Θεανώς φιγουράριζαν όλοι οι «εραστές» που πέρασαν από τη ζωή της. Από τον άγιο Νεκτάριο της Αίγινας έως τον Πατάπιο του Λουτρακίου. Στη μεριά της Πέρσας, κολιέ, πολύχρωμα μαντήλια και καπέλα. Όσο για το Ρήγα και το Βαλέ, πρωτοκαθεδρία στο κρεβάτι.

–        Τους έκρυψα τους αγίους σου γιατί, όταν τους βλέπω, έρχομαι σε οργασμό.

–        Πάρ’ τα, ηλίθια! Συνέχισε η Θεανώ και μια μούντζα εκσφενδονίστηκε προς τη πλευρά της Πέρσας.

–        Έλα, Πέρσα, σταματήστε, της έκανε νόημα ο ανιψιός.

–        Ξέρεις τι μου έκανε τη νύχτα? Την ώρα που κοιμόμουν μου έριχνε ψίχουλα από αντίδωρο στο στόμα, για να συγχωρεθούν, λέει, οι αμαρτίες μου. Θα μ’ έπνιγε η τρελή. Από το βήχα ξύπνησα.

–        Έλα, θεία, υπερβάλλεις!

–        Υπερβάλλω ε? Για να ποτίσουν τα ρούχα σου μοσχολίβανο και θα σου πω εγώ. Βγήκα με το Γιώργο και νόμιζε ότι τον απατώ με καντηλανάφτη.

–        Με τον Γιάννη δεν μου είπες ότι θα έβγαινες, μωρή  αθεόφοβη!  Της φώναξε υποτιμητικά η Θεανώ κάνοντας μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας.

–        Άλλαξα γνώμη στο δρόμο.

–        Φτου σου, κολασμένη! Δυο δυο τους έχεις τους άντρες?

–        Και δυο που έστειλα στα θυμαράκια τέσσερις.

–        Ανάθεμά σε! Δε θα λιώσεις άμα πεθάνεις.

–        Γιατί θα λιώσεις εσύ?

–        Όλες οι παρθένες λιώνουν.

–        Ναι! Από κατακράτηση υγρών, λόγω αγαμίας.

 

 

Οίστρος … 3ος

Η έρημος είν’ η πανδαισία των καιρών, κι οι σταγόνες θάλασσας η δροσιά των τρυφερων οχετών που ξεγλύστρισαν απ τις σκιές του ολέθρου, και ντυμένες στα πορφυρά έγνεψαν να σαγηνέψουν τις απόδημες προσμονές …

Σκέφτομαι το Διογένη με το χέρι απλωμένο στις άψυχες Αθηναϊκές προτομές …

Οταν ρωτήθηκε τι να προσμένει απ τις άψυχες προτομές …

Αποκρίθηκε …

Δεν προσμένω οβολον …

Εκπαιδεύομαι εις το να μην λαμβάνειν…

Ναι έρημος αλλά φιλόξενη να πνίξει με την ερημιά της , να διψάσει με την ανομβρία της, να ποτίσει με την σταγόνα της …

 

 Υ.Γ: Και ο ποιητικός οίστρος συνεχίζεται …

Οίστρος … 2ος

Λυπήθηκα ….

Χάρηκα που αρνητικές σκέψεις δεν έκανες..

Αυτές ανήκουν στην αέναη χώρα των άστεγων θεών με τους ανέγγιχτους ειρμούς πνιγμένους στις αποτροπές και την αυταπάρνηση.

Ενοιωσα ότι άγγιξα τον τρυφερό σου, ευαίσθητο κόσμο με το μακρύ χέρι που η εκβολή του χειμάρρου μου, άπλωσε και σε πότισε σε μέθυσε…

Μικρό παιδί σαν ήμουν εκέι ψηλά στον παγερό βορρά όπου μεγάλωσα, κάθε φορά που το τοπίο πορφυρό γινόταν και με έπνιγε, σκεφτόμουν δυό γραμμές του Γκαίτε «κάθε ανατολή και μία ελπίδα, κάθε δύση και μία ανάμνηση»…

Μια μέρα δημιουργική, αναπότρεπτη.

Που να χορτάσει την δίψα σου , όχι απ την βροχή, όχι απ την καταιγίδα, όχι απ την δεισιδαίμωνα φύση..

Αλλά απ τον καταιγισμό της σταγόνας θάλασσας που απ την έρημο της καρδιάς μου ξεχείλησα μέσα σου.

 

 

Υ.Γ: Ποιητικού οίστρου … συνέχεια

Οίστρος …

Το όνομά σου , μία πλήρη ταυτοποίηση στη μοναδική ομορφιά του κόσμου σου και της αποτροπής σου.

Ενα ηλιοβασίλεμα που έλειπε δίπλα σου θα με ταξίδευε πιό κοντά σου, στον τρυφερό κόσμο σου που καλά φυλάς μέσα σου.

Ένοιωσα απογοήτευση που ζωγράφος δεν είμαι ,να αποτυπώσω , ότι όμορφο σήμερα με προέτρεψες.

Αρκέστηκα να πω.. Τι πολύ που είναι το λίγο ..

Αν κι άλλο εκτροχιαστώ το ταξίδι θα γίνει θρύλος και ο θρύλος το χαμόγελο των αδόξαστων θεών που τόσο αδημονώ ν’ αποφύγω….

Ότι περισσότερο και να γράψω θα είναι φτωχός πλεονασμός, και τα λόγια θα γίνουν κουφάρια και αφετηρίες αποδημητικών σκέψεων.

Βυθίζομαι σε μια σιωπή αναπολώντας να έρθεις να την διαταράξεις με διανοητικούς τρυφερούς απόηχους…

Μην έρθεις γυμνή!!

Ντύσου με τα χρώματα της αλήθειας και να γίνω τα επόμενα μάτια του φεγγαριού που την φιγούρα σου απαλά θα αγγίξουν….

Οσες φορές πρέπει να σε παινέψω ένας καταιγισμός άρπαγας λέξεων με καθηλώνει.

Όταν πρέπει να με παρουσιάσω σκέφτομαι ότι ποτέ δεν έφτασα στην Ιθάκη κι έτσι το παρασκήνιο μ αγκαλιάζει…

Κι όταν θέλω να σε σαγηνέψω τα όμορφα λόγια σφαγιάζονται απ τον Προκρούστη σαν υπέρμετρα …

 

 

 

Υ.Γ:  Ποιητικός οίστρος ενός … γνωστού …

Ψυχή …

Αν δεχόμαστε οτι το σώμα είναι η κατοικία της ψυχής, τα μοναδικά τμήματα που μένουν μαζί μας σε ολόκληρη τη ζωή μας είναι, τα ωάρια της γυναίκας και ο κρυσταλλοειδής φακός του ματιού.

Κι ενω τα μάτια, θεωρούνται το παράθυρο της ψυχής, θα ήλπιζε κανείς η ψυχή να είναι κάτι περισσότερο απο μερικά κυβικά εκατοστά διάφανου ζελέ …

Όσο για τα ωάρια … μας αφήνει με την απορία, που κατοικεί η ψυχή των ανδρών ?

Το μέλλον … δεν

Το μέλλον δεν σχεδιάζεται, δεν προβλέπεται, δεν προκαθορίζεται.

Συμβαίνει … ΤΩΡΑ

Όνειρο …

Δεν υπάρχει λογοκρισία στ’ όνειρο.

Αν δεν στοχεύουμε στο αδύνατο, δεν πετυχαίνουμε ούτε καν το εφικτό

Κενό

Πόσο τραγικό είναι να γεμίζουμε το κενό της ψυχής και της καρδιάς  μας με μικρές, αδιόρατες, ψευδαισθήσεις – φυγές …