Δεν θ’ άφηνε κανένα στο κόσμο, με το πρόσχημα ότι τάχα την αγαπάει και θέλει το καλό της, το παραμικρό περιθώριο ή δικαίωμα να καθοδηγεί τη ζωή της. Αρκετά εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ευκαιρία οι πάντες. Με τις αστείρευτες απαιτήσεις τους και την αδιάκοπη έλλειψη ικανοποίησης της είχαν ισοπεδώσει την προσωπικότητα. Την ταπείνωναν, χρόνο με το χρόνο, σε σημείο να χάσει κάθε εμπιστοσύνη στον εαυτό της και να τον θεωρώ ανάξιο για το οτιδήποτε.
Βρήκε το σθένος να τους βγάλει όλους απ’ τη ζωή της, να θέσει οριστικά και αμετάκλητα τέλος στην απελπισία, στα σπασμένα νεύρα.
Έμεινε μόνη, καλύτερα, παρά παγιδευμένη στα ασφυκτικά τους δίκτυα, να αγωνίζεται μάταια να πάρει μια επιβράβευση , που ούτως ή άλλως δεν θα ερχόταν ποτέ.
Της έμειναν τα νιάτα και τα όνειρα σε αφθονία, η ζωή την καρτερούσε ξέχειλη από εκπλήξεις και περιπέτειες, το ήξερε, εξαρτιόταν από ‘κείνη αν θα τις άρπαζε ή θα άφηνε να της ξεφύγουν.
Τα έλεγε και τα ξανακουβέντιαζε με τον εαυτό της, καιρό τώρα, προσπαθώντας να πειστεί να επιβιώσει, παρά τις πληγές που της άνοιγαν και αιμορραγούσαν χρόνια τώρα.
Θα ξεκινούσε από το μηδέν, να χτίσει στο στέρφο έδαφος του παρελθόντος ένα καινούριο πεπρωμένο, ικανό να απαλύνει το πλήγμα από τις αλλεπάλληλες προδοσίες.
Τα εγκατέλειπε όλα, δίχως κανένα δισταγμό. Την δήθεν καριέρα, την κενή κοινωνική της θέση, τον ψευτοσύζυγο και την επίπλαστη εξασφάλιση που υποθετικά της προσέφερε, τα πάντα ! Για να ζήσει πραγματικά! Με τα δικά της μέτρα και σταθμά, όπως ήθελε εκείνη κι όχι όπως όριζαν οι άλλοι.
Κάποιο κομμάτι της ύπαρξής της εδώ και χρόνια κλοτσούσε, επαναστατούσε, όλο και πιο έντονα, πιο απαιτητικά. Όσο υπάκουε σε κανόνες άλλων, τόσο το κομμάτι του εαυτού της γινόταν πιο επιτακτικό. Διαφορετική ζωή ονειρευόταν, άλλη της επιτρεπόταν να ζήσει. Ασφυκτιούσε.
Άργησε, αλλά κατάλαβε ότι έπρεπε να ακούσει την καρδιά της μονάχα.