Χιούμορ

Χρησιμοποιούσε το χιούμορ, σαν φάρμακο σε τακτά χρονικά διαστήματα για να τη βγάζει από τον φανταστικό κόσμο των ιδεών που είχε μάθει να τρυπώνει όλα της τα χρόνια.

Ένοιωθε πως ο αντίλογος και η φλυαρία δεν ευδοκιμούν σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ η σιωπή ή το αληθινό χιούμορ, με εύθυμη διάθεση, που εκδηλώνεται χωρίς ειρωνεία, είναι δυο δρόμοι που μπορούν να βοηθήσουν.

Παλιά τελετουργικά και δοκιμασμένα

Χωρισμός

Μια λέξη άσχημων κραδασμών, που οι άνθρωποι οι πικραμένοι και οι καταπεσμένοι από κάθε είδους θεσμό την προφέρουν με απίστευτο σαρκασμό.

« Χώρισα», «χωρίζω», «θα χωρίσω» …

Κακόηχες λέξεις, που συνοδεύονται πάντα από βίαιες χειρονομίες στην ανάγκη να απελευθερωθούν το σώμα και η ψυχή από τα δεσμά.

Ψευδαίσθηση Vs Αλήθειας

Προσδοκούσε μια σχέση βαθιάς ροής, έξω από το σύγχρονο ιδιοκτησιακό καθεστώς, με την όλο και αυξανόμενη ανάγκη προσωπικής επιβεβαίωσης. Ήξερε βέβαια πως αυτό σπάνιζε στις μέρες μας.

Όλοι σχεδόν ζούμε σε ψευδαίσθηση, ορθώνοντας το ανάστημά μας στα χειρότερα που συμβαίνουν γύρω μας. Όταν όμως η ζωή μας ξαφνιάσει, γινόμαστε όλοι συλλέκτες καταπληκτικών επιχειρημάτων.

Το να ονειροπολεί κανείς όμως και να φτιάχνει ιδέες γύρω από την ιδεατή σχέση απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

Για να μετατραπεί η ιδέα σε γεγονός, χρειάζεται ολοκληρωτική εσωτερική αντίδραση, κι εκείνη ακροβατούσε επικίνδυνα ανάμεσα στη ψευδαίσθηση και στην ανάγκη της να μεταλλάξει κάθε ιδέα σε γεγονός.

Είδε πως κάποιες φορές, προσπαθούσε με ανώδυνο και πολύ εκλεπτυσμένο τρόπο να συγγενέψει την αλήθεια με το ψέμα για ν’ αποφύγει το πόνο.

Μόλις το διαπίστωσε, ως δια μαγείας, μια απίστευτη ενέργεια απλώθηκε στο σώμα της .

Θυμός

Παρά τον ήπιο τόνο της φωνής της ήταν καιρός που είχε αντιληφθεί τον κρυφό και καταπιεσμένο της θυμό, ένα θυμό που δεν ήταν έκδηλος, που της κρυβόταν, μα που κυριαρχούσε πάνω της με αδιαφανείς τρόπους. Φαινόταν στον τρόπο που έτρωγε, που περπατούσε και σε όλες τις περιπτώσεις που η ζωή την ξάφνιαζε.

Όπως πολλοί άνθρωποι, νόμιζε πως η μη εμφανής εκδήλωση σήμαινε και την ανυπαρξία του, μέχρι που τον αναγνώρισε. Έμεινε μαζί του, τον κατανόησε, έμαθε πολλά για κείνη κι έτσι σιγά σιγά έσβησε δίχως να τον καταπιέσει, δίχως να τον κουκουλώσει στα βάθη της ψυχής της από κοινωνική αβρότητα.

Κι αν κάποια ερεθίσματα μες τη μέρα τη θύμωναν, αυτός ο θυμός είχε πια μια άλλη ποιότητα, σαν να βρισκόταν όλος στη περιφέρεια. Ήταν σαν το σώμα ν’ απέκτησε για λίγα δευτερόλεπτα μια ζέστη, αλλά βαθιά μες τον πυρήνα όλα παρέμειναν δροσερά.

Διαδικασίες του νου

Η επίγνωση άρχισε να γίνεται παρελθόν, η παλιά της κατάσταση ξανάβρισκε έδαφος ν’ ανθίσει.

Μια και μόνο δοκιμασία είναι ικανή να πάει τον άνθρωπο πίσω, κι εκεί που νομίζει πως έχει τελειώσει με το τούτο ή εκείνο, ξαναβλέπεις τους παλιούς μηχανισμούς να ορθώνονται ερήμην σου μπροστά στα μάτια σου.

Άρχισαν μέσα της να λειτουργούν οι ενοχές, από ‘κει πέρασε στη κριτική, κι όσο η κριτική μεγαλώνει, τόσο εμποδίζει την αυτοκριτική, κι ο κρινόμενος γίνεται όλο και πιο ενοχικός και ωθείται όλο και περισσότερο στην υπεράσπιση του εαυτού του.

Διαδικασίες του νου που γίνονται μ’ αστραπιαία ταχύτητα και δεν σου αφήνου το περιθώριο να τις διαχειριστείς.

Συνειδητοποίηση

– Τα ΄χεις πάρει μαζί του, σε βλέπω. Μη δίνεις σημασία. Τόσο του κόβει, τόσο κάνει.

– Ναι, ο γελοίος ! Περίμενε να συμβεί κάτι τόσο σοβαρό , για να μου επιτρέψει, απο οίκτο, να κάνω αυτό που θέλω!

– Ξέρω πως νοιώθεις , το ζόρι ξεκινάει όταν αρχίζεις και βλέπεις όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω σου.

– Να δω που θα με βγάλει …

– Πισωγύρισμα δεν έχει, γιατί θα τσακιστείς. Προχώρα και μη ρωτάς που θα σε βγάλει. Θα πέσεις, θα σκοντάψεις, αλλά θα ξανασηκωθείς.

– Υπάρχει κάτι που δεν είναι ψευδαίσθηση ή όλα είναι ίσωμα σ’ αυτή τη ζωή?

– Δεν είναι οτι δεν θέλω να σου πω, είναι οτι ούτε εγω ξέρω. Δες τα γεγονότα της ζωής σου και ίσως σου πουν κάτι.

– Ποιά γεγονότα? Μήπως ξέρω τι να δω?

– Το γεγονός ως γεγονός. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

ΤΩΡΑ ΟΧΙ ΑΥΡΙΟ

– Λοιπόν για πείτε μου πως τα πάτε?

– Τι πως τα πάμε?

– Δεν ρωτάω αν μαγειρέψατε ή αν βάλατε πλυντήριο. Ρωτάω προς τα που πάτε τη ζωή σας.

– Δεν σε καταλαβαίνω …

– Γιατί να με καταλάβεις? Μήπως με ξέρεις ετσι? Τακτοποιήστε τη ζωή σας όσο είναι νωρίς !

– Μια χαρά είναι οι ζωές μας, δεν το βλέπεις?

– Οχι, αυτό που βλέπω είναι οτι πρέπει να βρείτε το θάρρος να ζήσετε όπως σας πρέπει. Αν φοβηθείτε θα αρρωστήσετε.

– Γιατί θ’ αρρωστήσουμε?

– Επειδή δεν αντέχετε άλλα να σκέφτεστε, άλλα να λέτε και άλλα να κάνετε !

– Τι θέλεις να πεις?

– Η μαγιά σας είναι τέτοια , δεν θα μπορέσετε να συμβιβαστείτε. απλά θα πεθάνετε νέες.

– Μην ανησυχείς για μας … , την καθησύχασε βουρκωμένη .

– Δίχως δάκρυα ! Στρώστε τη ζωή σας , ΤΩΡΑ ΟΧΙ ΑΥΡΙΟ 

– Τι θα πάρεις?

Βρέθηκαν να τρώνε σ’ ενα ταβερνάκι στη Πλάκα η μητέρα , καλοδιατηρημένη γύρω στα εβδομήντα,  με τις δυο της κόρες περασμένα σαράντα, όμορφες γυναίκες, και οι τρείς τους, αρχοντικές.

Η μητέρα αλλιώτικη σήμερα. Στο πρόσωπό της είχαν ζωγραφιστεί μια δύναμη ψυχής και ταυτόχρονα μια παιδική αθωότητα.  Τα κορίτσια παραξενεύτηκαν που είδαν τη μάνα τους να ‘χει τον πρώτο λόγο, ενα λόγο μεστό, δίχως τις περιττές και καλοστόλιστες λέξεις που θολώνουν το νου.

– Μάνα, τι θα πάρεις?

– Τι θα ΄θελα ρωτάς?

– Ναι καλέ !

– Τα χαμένα μου νιάτα .  Μη με κοιτάτε παράξενα. Διώξτε απ τη ψυχή σας το φόβο όσο είναι νωρίς, αλλιώς τη βάψατε.  Με προσοχή, με πολλή προσοχή να διεκδικήσετε τη ζωή σας !

– Τι εννοείς οταν λες με προσοχή ?

– Εννοώ με σεβασμό προς τους άλλους !!

Ήρθε ο σερβιτόρος να πάρει παραγγελία

– Τι θα πάρετε?

Κοιτάζονται και σκάνε και οι τρεις στα γέλια !!!!  Παραγγέλνει η μάνα και για τις τρείς, τις γνωρίζει άλλωστε , είναι ο εαυτός της!

 

 

Βέρα

Μπήκε στο μετρο για να κατέβει στο κέντρο της πόλης, κάθισε σ’ενα απ΄τα διπλά αντικρυστά καθίσματα. Δίπλα κι απέναντί της κάθονταν τρείς γυναίκες περίπου συνομήλικές της, περασμένα σαράντα πλέον.

Τράβηξαν την προσοχή της.

Γυναίκες όμορφες μα και θλιμμένες, σχεδόν αφυδατωμένες απο ζωή. Τι παράξενο!! Κι οι τρείς στριφογύριζαν μηχανικά τις βέρες τους, σαν να ‘παιζαν μπρος πίσω τις ζωές τους. Τα χέρια τους διαφορετικά. Απο πολύ κουρασμένα εργατικά, μέχρι αυτά που δεν έχουν αγγίξει μωρουδιακή πάνα. Οι ζωές τους όμως προφανώς το ίδιο σακατεμένες.

Ξαφνικά πέρασε απο το νού της η μάνα της, που στο εσωτερικό της βέρας δίπλωνε και περνούσε το εισητήριο του λεωφορείου.

Φαίνεται πως αυτός ο χρυσός κρίκος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ποικιλότροπα. Απο το να στηρίξει κανείς την ψευδαίσθηση μιας ζωής εως και να φυλάξει ενα εισητήριο, εισητήριο -μύθο για ενα ταξίδι μιας άλλης ζωήςπου θα ‘θελες  να ‘χες, αλλά που δεν κάνεις τίποτα για να αποκτήσεις.

Οίστρος … 3ος

Η έρημος είν’ η πανδαισία των καιρών, κι οι σταγόνες θάλασσας η δροσιά των τρυφερων οχετών που ξεγλύστρισαν απ τις σκιές του ολέθρου, και ντυμένες στα πορφυρά έγνεψαν να σαγηνέψουν τις απόδημες προσμονές …

Σκέφτομαι το Διογένη με το χέρι απλωμένο στις άψυχες Αθηναϊκές προτομές …

Οταν ρωτήθηκε τι να προσμένει απ τις άψυχες προτομές …

Αποκρίθηκε …

Δεν προσμένω οβολον …

Εκπαιδεύομαι εις το να μην λαμβάνειν…

Ναι έρημος αλλά φιλόξενη να πνίξει με την ερημιά της , να διψάσει με την ανομβρία της, να ποτίσει με την σταγόνα της …

 

 Υ.Γ: Και ο ποιητικός οίστρος συνεχίζεται …