– Εγω φέτος δεν θα κάνω παρέλαση
– Ο λόγος?
– Το θεωρώ καραγκιοζιλίκι όλο αυτό που γίνεται
– Έχει και τη θετική του πλευρά …
– Ποιά είναι αυτή ?
-Το τέλος, η άτακτη υποχώρηση για συνάντηση με τους αυτοκόλλητους
– Σιγά μην περιμένω να πάω στη παρέλαση για να βγω με τους κολλητούς μου !
– Όπως νομίζεις …
– Δεν σε νοιάζει τι θα πουν στο σχολείο?
– Οχι βέβαια !
– Ο μπαμπάς?
– Τι ?
– Τι θα πει?
-Που να ξέρω ? Δεν έχεις παρά να τον ρωτήσεις !
– Ωχ!
– Δεν έχει ωχ !
– Θα το πεις εσύ ?
– Οχι βέβαια ! Γιατί, φοβάσαι?
– Ξέρω πάλι τι θα μου πει …
– Ευτυχώς που κάποιοι άνθρωποι αλλάζουν. Τι να το κάνουν όμως αν εσυ κι εγω τους βλέπουμε με την παλιά τους εικόνα?
– Εντάξει, θα το κάνω, αλλά άμα με πιέσει … να τα βγάλεις εσυ πέρα μαζί του !
– Ούτε να το σκέφτεσαι! Εσύ έχεις το πρόβλημα, εσυ θα το λύσεις !
– Πως?
– Μέσα απο τη κουβέντα με το πατέρα σου !
– Καλά …
Ο πατέρας της την πήρε αγκαλιά για να συζητήσουν.
Η ορμή της εφηβείας της κι οι ανάγκες αυτού του συγκεκριμένου παιδιού, έκαναν το ύφος της συζήτησης ζωήρό.
Κυριαρχούσε ο δικός της μονόλογος, κάπου κάπου έκανε ανακωχή με μια πάσα για διάλογο, κι οταν ένοιωθε απειλή, συνέχιζε ξανά με αντίλογο.
Ίδρωσε μέχρι να καταφέρει να της εξηγήσει τη διαφορά μεταξύ επαναστατημένου και επαναστάτη.
Φάνηκε να τα καταφέρνει.
Η μικρή ανακουφίστηκε όταν πια κατάλαβε τι σημαίνει να ΄ναι κανείς βαθιά κι αληθινά ελευθερος.
– Εντάξει, θα πάω, ειναι ανόητη η αντίδρασή μου, το κατάλαβα. Κάτι ξέρει η μαμά που λέει πως οι άνθρωποι αλλάζουν, αλλά εμείς τους κοιτάμε με τα παλιά μας μάτια.