Παρατηρώντας τον εαυτό της ένιωσε μια γλυκιά ανακούφιση, καθώς διαπίστωσε πως ο ενοχικός τρόπος σκέψης, ο σχεδόν μαζοχιστικός, που για χρόνια κουβαλούσε μαζί της, είχε πιά εξαφανιστεί.
Πήγε πίσω, προσπαθώντας να προσδιορίσει την εποχή που φορτώθηκε ενοχές. Αναζήτησε τη στιγμή που αιχμαλωτίστηκε, αλλά δεν την εντόπισε.
Σ’ όλες τις ηλικίες οι ενοχές ήταν εκεί γνώριμες, στέκονταν απέναντί της βασανιστικές.
Ένιωθε σαν να γεννήθηκε μ’ αυτές. Λες κι απο έμβρυο, σε κάθε τέντωμα και στροφή μέσα στον αμνιακό σάκο, εισέπραττε μια δυσαρέσκεια για παρενόχληση, ένοιωθε ενοχές, κι όλο και στριμωχνόταν.
Απο βρέφος άκουγε πως η μανούλα θα κλαίει αν δεν πιεί το γάλα της, έφηβη πια ταλαντευόταν ενοχικά ανάμεσα στις σχολικές υποχρεώσεις και στις υπαρξιακές της αναζητήσεις και ως ενήλικη, ενοχικά και πάλι, κατέπνιγε το ωφέλιμο για το άχρηστο.
Άλλοτε πάλι οι ίδιες ενοχές στέκονταν απέναντί της σαγηνευτικές.
Κι είναι να αναρωτιέται κανείς ποιά είναι η κρυφή σαγηνευτική πλευρά τους.
Ακούγεται παράλογο, ίσως και τολμηρό , αλλά κάποιες φορές λειτουργούν απο συνήθεια και η συνήθεια ενέχει ευχαρίστηση.
Ταυτόχρονα αλλοτριώνει συνειδήσεις, φρενάρει την αυτοτέλεια και υποβιβάζει την κρίση.